ρεφενίζω

ρεφενίζω
Ν [ρεφενές]
συνεισφέρω από κοινού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ρεφενές — ο (λ. τουρκ.), συνεισφορά για τα έξοδα κοινού γεύματος· η αιτ. ρεφενέ ως επίρρ.: Ταπερισσότερα βράδια μαζευόμαστε και τρώμε ρεφενέ. Ρήμα ρεφενίζω, κάνω ρεφενέ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”